- ἐναισίους
- ἐναίσιοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναίσιος — ἐναίσιος, ον (Α) εναίσιμος 1. αίσιος, ευμενής, ευοίωνος («καὶ ἦν πρὸς αὐτὰς [τὰς διαψηφίσεις] ἀεὶ διοσημεία, εἴτε ἐναίσιον εἴτε ἐξαίσιον ἐγένετο», Δίων Κ.) 2. δίκαιος, χρηστός («ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοιμι», Σοφ.) 3. πρέπων, αρμόδιος, κατάλληλος… … Dictionary of Greek